- ὀρνέου
- птицы
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὀρνέου — ὄρνεον bird neut gen sg ὀρνεόω pres imperat act 2nd sg ὀρνεόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHALCIS — I. CHALCIS Graece Χαλκὶς, nomen avis, ἀπὸ τῆς χάλκης; quibusdam noctua est, quae Graecis γλαῦξ. Item piscis, et serpentis, quibus similiter non tam a patria, quam a colore coeurleo, de quo diximus supra in voce Calcha, illud haesit. Et quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
DACNADES vel DACNIDES Pomponio avium genus — quas Aegyptii inter potandum cum coronis devincire olim sunt soliti, quaeque vellicando, morsicandoque et canturiendo assidue, non patiebantur dormire potantes. Hesych. Δακνίς, εἶδος ὀρνέου. Nempe ὑπὸ τȏυ δάκνειν, quod morsicare est, nomen… … Hofmann J. Lexicon universale
FERA — ab Aeolico φὴρ, pro θὴρ, per excellentiam leo est, apud Sctiptores Arabes, Graeeosqueve, uti docet Sam. Bochart. Hierozoici Parte priore l. 3. c. 1. At apud Septentrionales, Fera, item Fera Regalis, ut in LL. Forestarium Canuti Regis, vulgo… … Hofmann J. Lexicon universale
κέπφος — ο (Α κέπφος) είδος θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ κέπφος, αἴθνια», Αριστοτ.) αρχ. ελαφρόμυαλος άνθρωπος, ανόητος άνθρωπος («οὐ γὰρ προσήκει… … Dictionary of Greek
ορνεομιγής — ὀρνεομιγής, ές (Μ) αυτός που έχει μορφή ορνέου και ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + μιγὴς (< μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. θηριο μιγής] … Dictionary of Greek
ορνεόμορφος — ὀρνεόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει τη μορφή ορνέου, πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
σαρίν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀρνέου εἶδος, ὅμοιον ψάρῳ» … Dictionary of Greek
ταγήν — Μ 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄνομα ὀρνέου» 2. (κατά τον Ζωναρ.) «κόσκινον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγήν «ονομασία διαφόρων ειδών πέρδικας» με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
ρεκάζω — ρέκαξα, βγάζω φωνή σαν κρωγμό όρνεου, σκούζω: Η γριά μάγισσα δε μιλούσε, ρέκαζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)